- κατελαβόμην
- κατελαβόμην, κατέλαβον, κατελήμφθην s. καταλαμβάνω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
κατελαβόμην — καταλαμβάνω seize aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)